φάος

φάος
φᾰος (φάος, -ει, -ος.)
a lit.,
I light

ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος O. 10.75

esp., light of day,

φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἐπαγγελεῖ P. 6.14

ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν N. 7.3

ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ fr. 203.
II light of this world, life

ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.44

ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Πα. 12. 15, cf. O. 4.15, I. 6.62
III light, gaze

ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40

II met.,
I light ( of fame), splendour

τόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10

ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23

cf. ]το βιότῳ φάος[ ?fr. 334a. 7.

τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84

σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαί-

νειν N. 4.38

of pers.,

εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος I. 2.17

II light ( of hope); comfort, deliverance (cf. Fraenkel on Agam. 522.)

ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14

ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος the comfort you bring P. 4.270 ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. of pers.,

ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε P. 3.75

III light (of recognition), cf. a. β. supra. ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων brought to birth I. 6.62
c frag. τὸ δ' ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 10.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φάος — light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάος — εος και ους, και επικ. τ. φόως, τὸ, Α (ασυναίρ. αιολ. τ.) βλ. φως …   Dictionary of Greek

  • φάει — φάος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάεϊ , φάος light neut dat sg (epic ionic) φάος light neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάη — φάος light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φάος light neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φάος light neut nom/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάεα — φάος light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φάος light neut nom/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαέεσσι — φάος light neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαέεσσιν — φάος light neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαέων — φάος light neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαῶν — φάος light neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτί — φάος light neut dat sg (attic) φώς man masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτός — φάος light neut gen sg (attic) φώς man masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”